Thursday, December 14, 2006

 























 
1.Μερικές σκέψεις για τους αυτόνομους χώρους

Φέτος συμπληρώνονται 19 χρόνια από το άνοιγμα του στεκιού. Είναι ένας αυτόνομος χώρος ο οποίος έχει μείνει ανοιχτός παρά το ότι έχει δεχτεί κατά καιρούς –και συνεχίζει να δέχεται- πόλεμο μέσω δυσφήμισης και πιέσεων. Έχει γίνει δυνατό να είναι ο «μακροβιότερος» και καλύτερα καθιερωμένος αυτόνομος χώρος του Α.Π.Θ., αφού πολλά στέκια και χώροι (όπως τα ράδιο κιβωτός και ουτοπία) έχουν κλείσει και συνεχίζουν να κλείνουν, με πολύ πρόσφατα ακόμη παραδείγματα. Είναι απόλυτα λογικό πως σε 19 χρόνια ύπαρξης ενός χώρου, ειδικά όταν σε αυτόν κινείται, συμμετέχει, δραστηριοποιείται -ακόμη και περιστασιακά- ένας αναλογικά μεγάλος αριθμός ατόμων, θα υπάρξουν διαφωνίες οι οποίες μπορεί να είναι καθοριστικές για το χαρακτήρα του χώρου αυτού, όπως και το ότι θα υπάρξουν περίοδοι «ύφεσης» και
«επανάκαμψης» της δραστηριότητας μέσα σε αυτόν.
Είναι ίσως λογικό και αναμενόμενο μια εισαγωγή σε ένα τέτοιο κείμενο να έχει έναν έστω και σύντομο απολογιστικό, ίσως και «επετειακό» χαρακτήρα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, καθώς ίσως και ένα μεταφυσικό τόνο, να αναφέρεται δηλαδή κανείς στο χώρο σαν αυθύπαρκτη οντότητα. Πιστεύω πως είναι όμως σκόπιμο να γίνει μια αποτίμηση σχετικά με την παρούσα κατάσταση του στεκιού στο Βιολογικό, δηλαδή των προβλημάτων και των δυνατοτήτων του, που είναι λίγο πολύ προβλήματα και δυνατότητες κάθε μη ιεραρχικού, αυτόνομου χώρου. Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι οι απόψεις είναι καθαρά προσωπικές.
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα και ίσως πρωτεύον, είναι αυτό της αντιμετώπισης του χώρου και της ευθύνης απέναντι σε αυτόν, ή μάλλον καλύτερα απέναντι στις συλλογικές αποφάσεις που καθορίζουν το χαρακτήρα του και τις δραστηριότητες μέσα σε αυτόν. Από την αρχή της κατάληψης μέχρι και σήμερα, αυτή λειτουργεί με βάση την αντιιεραρχική δομή και τον αποκλεισμό κάθε ρατσιστικής άποψης. Η λήψη των αποφάσεων ανήκει στη διαχειριστική συνέλευση, ο ρόλος και οι προθέσεις της οποίας μπορεί να αμφισβητούνται (κανείς δεν είναι υπεράνω κριτικής άλλωστε), αντικειμενικά όμως αυτή είναι η ομάδα των ανθρώπων που αναλαμβάνει και την ευθύνη του χώρου σε μια καθημερινή βάση, ακόμη και σε διεκπεραιωτικά, πρακτικά θέματα, χωρίς να αποκλείει κανέναν. Η συμμετοχή κόσμου σε αυτήν είναι άλλωστε και ένα στοίχημα.
Να ξεκαθαριστεί ότι λέγοντας πως η συνέλευση αναλαμβάνει την ευθύνη του χώρου, εννοείται πως αυτή είναι η ομάδα των ανθρώπων που έρχεται σε επαφή με τα προβλήματα του χώρου σε μια τακτική βάση. Την ευθύνη του χώρου πρέπει ή θα έπρεπε να την αναλαμβάνει ο καθένας που κινείται στο χώρο αυτόν. Μέσω της συμπεριφοράς του, του τρόπου χρήσης του στεκιού, ακόμη και της καθαριότητας, αλλά και της πιθανής υπεράσπισής του ακόμη, αν αυτός ο χώρος θέλει να λέγεται ανοιχτός. Και εδώ υπάρχει ένα δεύτερο μεγάλο στοίχημα. Το στέκι βάσει του χαρακτήρα του δε θα έπρεπε να θεωρείται για παράδειγμα καφενείο ή χώρος party. Το ότι αυτό συμβαίνει, σημαίνει πως υπάρχει ένα μερίδιο ευθύνης από όλους. Έχει να κάνει με το κατά πόσο έχει γίνει κατανοητός ο χαρακτήρας του αλλά και με το κατά πόσο έχει γίνει προσπάθεια να γίνει αυτό, έτσι ώστε η πλειοψηφία του κόσμου που περνά από αυτόν, να μην έχει μια παθητική, ίσως και λίγο πολύ «εμπορική» σχέση με το χώρο.
Μια πιθανή έλλειψη δραστηριότητας μέσα στο χώρο έχει σαν επακόλουθο ίσως αυτήν τη στάση, αφού δε δημιουργούνται ερεθίσματα. Είναι όμως αδύνατο για μια περιορισμένη αριθμητικά διαχειριστική συνέλευση να επενδύει υπερβολικά πολύ προσωπικό χρόνο σε εθελοντική βάση, με σκοπό τη δημιουργία ενός πιο ελκυστικού χώρου. Θα μπορούσε κανείς επίσης να αντιτάξει πως δεν είναι και αυτός ο ρόλος της, το να φέρει δηλαδή νέο κόσμο στο χώροαφού θα έπρεπε να υπάρχει πρωτοβουλία από τον κόσμο αυτόν, ώστε να εκφράζεται μέσω του χώρου. Πιστεύω πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Και κάπου εκεί υπάρχει ένας φαύλος κύκλος. Ένας ελκυστικός χώρος δημιουργεί ενδιαφέρον για συμμετοχή, για να γίνει όμως αυτό απαιτείται μια επένδυση χρόνου από λίγα άτομα. Δεν μπορεί να είναι προαπαιτούμενο η «παραγωγή» δραστηριοτήτων για τη συμμετοχή στη συνέλευση, αλλά από την άλλη μένουμε σε μια στασιμότητα. Εδώ τίθεται και πάλι το θέμα της αντιμετώπισης του στεκιού και του σεβασμού στο χαρακτήρα του. Αυτός όμως δεν εμπνέεται από την εικόνα που προσφέρει; Σε μια περίοδο «ύφεσης» μπορούμε ή να περιμένουμε την «αλλαγή της παλίρροιας» ή να θέσουμε το ζήτημα στο τραπέζι, σε μια ανοιχτή βάση.
Η μεταφυσική αντιμετώπιση του χώρου, σαν να ήταν δηλαδή μια αυθύπαρκτη οντότητα, είναι μια ακόμη πτυχή αυτού του θέματος. Μπορεί αυτό να γίνεται χάριν συντομίας ή ίσως επειδή σε λίγα χρόνια το στέκι θα έχει σαν χώρος… μεγαλύτερη ηλικία από αυτήν των συμμετεχόντων σε αυτό, αλλά η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στη συνειδητοποίηση του ότι το στέκι υπάρχει όσο υπάρχει κόσμος που κινείται και δραστηριοποιείται μέσα σ’ αυτό και εκφράζεται μέσω αυτού.
Ένα ζήτημα είναι επίσης το ότι ένας αυτόνομος χώρος θα πρέπει να μένει ανοιχτός, να μην περιχαρακώνεται. Πιστεύω πως το στέκι στο βιολογικό κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση και προσπαθεί να το πετύχει. Είναι μια διαδικασία η οποία δε σταματά και δεν πρέπει να σταματά, πρέπει να είναι διαρκής. Ένας αυτόνομος χώρος θα πρέπει να δίνει αυτήν ακριβώς την ευκαιρία στον καθένα να εκφράζεται μέσω αυτού και να προσπαθεί να διευρύνει συνεχώς τα όριά του. Δε θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν μια νησίδα ή όαση ελευθερίας. Είναι ειδικά στην περίπτωση μιας κατάληψης η επανοικειοποίηση ενός χώρου, ο οποίος θα πρέπει να αποκτά νόημα μέσω του συνεχούς ανοίγματός του. Η αποφυγή της χρησιμοποίησης μιας ιδεολογικής «ταμπέλας» είναι ένα καλό μέσο, έτσι ώστε το νόημα αυτό να αποκτάται μέσω της συμμετοχής του κόσμου. Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα φαινομενικά την απουσία πολιτικού λόγου, ο πολιτικός λόγος δεν είναι όμως απαραίτητα ιδεολογικοποιημένος και ένας αυτόνομος χώρος δεν είναι απαραίτητα ο χώρος προώθησης ιδεολογιών. Αν κινούμαστε λοιπόν σε μια κατεύθυνση ανοίγματος, θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να υπάρχουν υποχωρήσεις και διακρίσεις ρόλων, στα πλαίσια του σεβασμού των συλλογικών αποφάσεων. Αυτό δε σημαίνει βέβαια το διαχωρισμό του προσωπικού από τον κοινωνικό χαρακτήρα κανενός, αφού ένας ελεύθερος, αυτόνομος χώρος δεν μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην ελευθερία κανενός.
Ένα θέμα ακόμη είναι αυτό της «παράδοσης». Ειδικά σε ένα χώρο που υπάρχει τα τελευταία 19 χρόνια, είναι λογικό να έχουν καθιερωθεί κάποιες τέτοιες «παραδόσεις». Θα έπρεπε όμως τίποτα να μην είναι καθιερωμένο και όλα να βρίσκονται υπό συνεχή διαπραγμάτευση, καθώς και οι ίδιες οι καταστάσεις αλλάζουν. Όσο και αν μπορεί να φανεί παρεξηγήσιμο, ακόμη και ο ίδιος ο χαρακτήρας του στεκιού θα έπρεπε να είναι υπό διαπραγμάτευση. Αυτός δεν αποτελεί κάποιο θέσφατο, μια παραδοσιακή αξία προς φύλαξη. Θα μπορούσε να αλλάξει αν αυτή ήταν η θέληση όσων συμμετέχουν ενεργά σε αυτόν το χώρο και αν κρινόταν αναγκαία μια αλλαγή. Δεν πιστεύω πως κινούμαστε με βάση κάποια ηθική και ο χώρος έχει τον τωρινό του χαρακτήρα, είναι μια επιλογή η οποία ικανοποιεί το μεγαλύτερο ποσοστό του κόσμου που κινείται στο στέκι και αυτό το διαφοροποιεί ίσως και από τους άλλους παρόμοιους χώρους. Αυτό που ίσως θα ήταν δόκιμο είναι μια συζήτηση πάνω στο τι στόχους έχει το στέκι πάνω στα πλαίσια του ανοίγματος και της διεύρυνσης των ορίων του, καθώς και πάνω στη θέση και στο ρόλο που έχουν και μπορούν να παίξουν οι αυτόνομοι χώροι στο πανεπιστήμιο και στο νέο χαρακτήρα του, όπως αυτός προωθείται, με τη συζήτηση για το άσυλο, αλλά και την εμπορευματοποίησή του.
Σε αυτά τα πλαίσια, η καλύτερη απάντηση θα ήταν μια συνεχής διαδικασία ανοίγματος και αποφυγής της περιχαράκωσης, μέσω του αυτοκαθορισμού αλλά και της συνεχούς επανανοηματοδότησης, με βάση τις ανάγκες των συμμετεχόντων, ώστε ο χώρος να μείνει ζωντανός. Τα όποια προβλήματα είναι λογικό πως θα υπάρχουν, όπως υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν, δε θα πρέπει όμως να αποτελούν εμπόδιο στην περαιτέρω πορεία του χώρου. Το μοναδικό «αντίδοτο» είναι βέβαια ο διάλογος, ο οποίος θα πρέπει να γίνεται σε όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά πλαίσια, από άποψη συμμετοχής.

Γιώργος

2.ομαδικα παιχνιδια
(team games
funny games)

Καθημερινά, χωρίς να χωρούν πολλές αμφιβολίες, γίνεται αντιληπτή, στις μεγάλες κυρίως κοινωνίες-πόλεις, η ελάττωση του ανθρώπινου δυναμικού που συμμετέχει ενεργά σε ομάδες έκφρασης και δράσης, αν όχι η μείωση του αριθμού των ίδιων των ομάδων, για να μην αναφερθούμε στις πιο μικρές κοινωνίες, όπου δεν υπάρχει νόημα πια να μιλάμε για ελαχιστοποίηση της ενασχόλησης σε συγκεκριμένες ομάδες, για τον απλούστατο (δυστυχώς) λόγο ότι είτε δεν υπάρχουν, είτε είναι ελάχιστες. Σχετικά, λοιπόν, με αυτήν ακριβώς την τελευταία περίπτωση ο προβληματισμός αλλάζει μορφή και στρέφεται στους λόγους και τις αιτίες, για τους οποίους δεν είναι δυνατή η επιβίωση ή ακόμα-ακόμα η δημιουργία τέτοιων ομάδων εναλλακτικής έκφρασης.
Ιδιαίτερα, έχοντας κατά νου την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους και το πώς εκφράστηκε η ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργήσει συλλογικότητες και να ενταχθεί σε αυτές, φαίνεται ανεξήγητο, ή τουλάχιστον δύσκολο, το να αποδοθούν οι κατάλληλες ερμηνείες όσον αφορά στην ξαφνική αποστασιοποίηση του ανθρώπου από τα ‘κοινά’ (στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά ξαφνική είναι, αλλά σταδιακή). Είναι πια έκδηλη η στροφή προς έναν τρόπο ζωής περισσότερο εξατομικευμένο, πιο μοναχικό, στον οποίο η επιθυμία για αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας είναι τόσο κατασταλμένη, που σχεδόν παύει να είναι επιθυμία.
Σίγουρα, μέσα στο χάος της διαφορετικότητας ξετρυπώνουν διάφορα είδη ομάδων, κινήσεων και πρωτοβουλιών, τα οποία σχεδόν θαρραλέα προσπαθούν να επιβιώσουν προσφέροντας καταφύγιο σε άτομα που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα και ανησυχίες. Η αισιόδοξη οπτική σε αυτό είναι, προφανώς, η δημιουργία της ομάδας. Το ερώτημα όμως παραμένει: Γιατί η συμμετοχή γίνεται απαγορευτική; Και γιατί αυτή η τάση προς τη μη-συμμετοχή - αποχή; Η μαθηματική λογική πολύ εύκολα μπορεί να δώσει την απάντησή της, ψυχρή και άκαμπτη. Όσο δημιουργούνται λιγότερες νέες ομάδες, τόσο λιγότερος κόσμος, γενικά, θα συμμετέχει σε αυτές, πάντα, βέβαια, όλα τα παραπάνω με τον απαραίτητο βαθμό αβεβαιότητας. Παρόλαυτα, θα ήταν φυσικά ανόητο ή αφελές να παραδοθούμε στις μαθηματικές ερμηνείες, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη στοίβα των παραμέτρων που επηρεάζουν και επιδρούν στην κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου.
Από τη μια πλευρά, οι παράγοντες αυτοί είναι καθαρά προσωπικοί. Ο φόβος απέναντι σε μια ομάδα ή χώρο, η έλλειψη αυτοπεποίθησης και σιγουριάς, όσον αφορά στην προσωπική προσφορά του καθενός στην ομάδα, το βεβαρημένο καθημερινό πρόγραμμα…Κάνοντας όμως μια όχι και τόσο βαθιά ενδοσκόπηση διαπιστώνει κανείς ότι η ίδια η κοινωνία είναι ο ιθύνοντας. Η λειτουργία και οι δομές της κοινωνίας είναι εκείνες που, κατά κύριο λόγο, επωφελούνται από έναν πολίτη εσωστρεφή, δίχως βούληση και πρωτοβουλία. Ένας τέτοιου είδους πολίτης δεν ενδιαφέρεται να αντιταχθεί με οποιοδήποτε τρόπο απέναντι στην ομοιομορφία που είναι τόσο πολύ επιθυμητή από τις σημερινές κοινωνίες- άσε που δεν έχει το κουράγιο κιόλας. Άβουλα και ασυναίσθητα ακολουθεί τον προτεινόμενο τρόπο ζωής, ζώντας μέσα στην ψευδαίσθηση της φιλήσυχης και οικογενειακής καθημερινότητάς του, καθησυχασμένος ότι δε χάνει το χαρακτήρα του, αφού μια στο τόσο θα δει καμία ταινία στο dvd, θα βγει για ποτάκι με τους φίλους ή θα κάνει και εκείνο το ταξίδι για το οποίο τόσο καιρό μιλούσε…Η συμμετοχή, εδώ, περιορίζεται μόνο στα ενδοοικογενειακά ζητήματα, η αλληλεπίδραση και η επαφή με άλλους ανθρώπους κινείται στα όρια της συνδιαλλαγής με τους συναδέλφους στη δουλεία ή τους συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο ή στην καλύτερη των περιπτώσεων με ένα φιλικό κύκλο.
Βέβαια, για να μη μακρηγορούμε, ο ρόλος της ομάδας είναι εξίσου σημαντικός στη διαδικασία προσέλκυσης του κόσμου και της συμμετοχή του σε αυτή. Μια εσωστρεφής ομάδα, δεν παρέχει το ίδιο εύκολα τα ίδια κίνητρα για συμμετοχή των νέων μελών και η έλλειψη εμπιστοσύνης, πολλές φορές, προς τους ‘αμύητους’ όπως και ο φόβος σχετικά με τις δυνατότητές τους γίνεται η αφορμή για αποχώρηση των τελευταίων.Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα παιχνίδι αλληλεπίδρασης, όπου από τη μια η ομάδα δρα με κάποιο τρόπο καθεστωτικό και από την άλλη το άτομο δεν έχει τη δύναμη να προβάλλει την πρωτοβουλία του ως το μοναδικό του μέσο, στην αρχή τουλάχιστον, για τον εμπλουτισμό και στήριξη του συνόλου. Τέλος, εξετάζοντας άλλη μια πλευρά του τρίπτυχου άτομο - ομάδα - συμμετοχή, παρατηρούμε πως βασική προϋπόθεση για μια υγιή σχέση μεταξύ των μελών μιας ομάδας είναι συν τοις άλλοις η συναίσθηση της υποχρέωσης, αυτή τη φορά όχι μόνο απέναντι στα άτομα που στελεχώνουν την ομάδα, αλλά και προς την ίδια την ομάδα όπως την ορίζουν τα μέλη της (εννοιολογικά, δηλαδή).
Ο χαρακτήρας πια της συμμετοχής γίνεται διττός. Αφενός αντιπροσωπεύει το προσωπικό δικαίωμα του καθενός στη διαδικασία προσφοράς, απόκτησης και ανταλλαγής απόψεων και ιδεών. Αφετέρου, αποτελεί υποχρέωση ως προς την ίδια την ομάδα, στο σύνολο ατόμων, ακόμα και απέναντι στο χώρο όπου δρα, όταν βέβαια υπάρχει. Υποχρέωση που στόχο της έχει τη διασφάλιση της ύπαρξης και ζωτικότητας της ομάδας και έπειτα τη δημιουργία γόνιμου εδάφους για νέες ομάδες. Η λέξη συμμετοχή, λοιπόν παίρνει άλλες διαστάσεις. Γίνεται εργαλείο στα χέρια του ανθρώπου, με το οποίο καθίσταται δυνατό να οικοδομήσει συλλογικότητες και ομάδες, που μεταβάλλουν και ενδυναμώνουν συνεχώς τις κοινωνικές δομές, ενώ ο άνθρωπος αποχαυνωμένος και μόνος αρχικά, αλλά σίγουρος και δυνατός στη συνέχεια, μέσα από ένα συλλογικό πρίσμα επαναπροσδιορίζει τις έννοιες και σημασίες της ζωής του.

ekis ese

3.ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ – ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΩΝ ΚΙΝΟΚS

10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1923 (απόσπασμα)

Είμαι ο κινηματογράφος-μάτι
Είμαι ένας κατασκευαστής…
Εγώ ο κινηματογράφος-μάτι δημιουργώ έναν άνθρωπο πολύ
πιο τέλειο από εκείνον που δημιούργησε τον Αδάμ,
δημιουργώ χιλιάδες διαφορετικούς ανθρώπους από
διαφορετικά προγενέστερα σχήματα και σχέδια
Είμαι ο κινηματογράφος-μάτι
Παίρνω τα χέρια κάποιου, τα πιο δυνατά και ικανά,
παίρνω τα πόδια του άλλου, τα πιο
καλοφτιαγμένα και γρήγορα,
το κεφάλι ενός τρίτου, το πιο όμορφο και εκφραστικό,
και μέσω του μοντάζ,
δημιουργώ έναν άνθρωπο νέο, έναν άνθρωπο τέλειο.
…Είμαι ο κινηματογράφος-μάτι
Είμαι μια μηχανή
Εγώ η μηχανή, παρουσιάζω τον κόσμο όπως μόνο εγώ μπορώ να το δω.

4.Το Ατσάλι
(the Iron)

Tο κείμενο αποτελεί μετάφραση
αυτοβιογραφικών αποσπασμάτων από το “Do I Come Here Often?” Black Coffee Blues Pt. 2 του Henry Rollins
O Rollins είναι συγγραφέας, spoken word performer και μουσικός (The Rollins Band) πρώην τραγουδιστής των Black Flag (Σημαντικής αμερικάνικης Punk μπάντας των 80’s).

Πιστεύω πως για να ορίσεις τον εαυτό σου πρέπει να τον επανεφεύρεις. Να μη μοιάσεις στους γονείς σου. Να μην είσαι σαν τους φίλους σου. Να είσαι ο εαυτός σου. Να πλάσεις τον εαυτό σου από πέτρα.
Όταν ήμουν νέος, δεν είχα αίσθηση του εαυτού μου. Ήμουν ένα προϊόν των πειραγμάτων και των απειλών στο σχολείο, σε συνδυασμό με το φόβο και τις ταπεινώσεις που ζούσα σε καθημερινή βάση. Στο σχολείο μου έλεγαν ότι δε θα τα κατάφερνα σε τίποτα. Ένας «εκπαιδευτής» όπως τους καλούσαν, άρχισε να με φωνάζει «κάλαθο αχρήστων» μπροστά στους άλλους μαθητές. Ποτέ δε μπόρεσα να αντιμιλήσω σε έναν εκπαιδευτή, οπότε έπρεπε να κάτσω και να το υπομείνω. Από ένα σημείο και μετά άρχισα να τους πιστεύω.
Ήμουν κοκκαλιάρης και αδέξιος. Όταν οι άλλοι με πείραζαν δεν έτρεχα σπίτι κλαίγοντας και αναρωτιώμενος γιατί. Γνώριζα πολύ καλά γιατί με ανταγωνίζονταν. Ήμουν αυτός που ήταν εκεί γι’ αυτόν το σκοπό.Στα αθλήματα με περιγελούσαν και δε με διάλεξαν ποτέ να μπω σε ομάδα. Ήμουν αρκετά καλός στο μποξ, αλλά μόνο επειδή η οργή που ξεχείλιζε κάθε μου στιγμή με έκανε άγριο και απρόβλεπτο. Αγωνιζόμουν με ασυνήθιστη μανία. Οι άλλοι νόμιζαν πως είμαι τρελός. Δε με σέβονταν, απλά με παρατηρούσαν για να δουν τι πρόκειται να κάνω μετά...

...Είχα ένα δάσκαλο στην ιστορία. Το όνομά του ήταν κύριος Pepperman. Θα του είμαι για πάντα υπόχρεος. Ο κος Pepperman ενέπνεε έντονο σεβασμό και φόβο σε όλο το σχολείο. Ήταν ένας γεροδεμένος βετεράνος του Βιετνάμ που δε σήκωνε μαλακίες και που σπάνια μιλούσε εκτός τάξης. Κανείς δε μιλούσε στην τάξη αν δεν του έδινε το λόγο εκτός από μία φορά απ’όσο θυμάμαι. Ήταν ο πρόεδρος της τάξης. Ο κος Pepperman τον σήκωσε πιάνοντάς τον απ’ το πέτο του τζάκετ του και τον κρέμασε στον πίνακα. Αυτό ήταν. Κανείς δε ξαναμίλησε αν δεν ήταν η σειρά του, ούτε ήρθε στο μάθημα αργοπορημένος.
Μια μέρα του Οκτώβρη, ο κος Pepperman με ρώτησε αν είχα κάνει ποτέ βάρη. Στην πραγματικότητα μου είπε κάτι σαν «Είσαι μια κοκκαλιάρα αδερφή. Αυτό το Σαββατοκύριακο πες στη μαμά σου να σε πάει στο Sears και να σου αγοράσει ένα σετ από πενηντάκιλα βάρη γεμισμένα με άμμο και να τα σύρει στο σπίτι. Θα σου δείξω πως να τα χρησιμοποιείς»...

...Έφτασε η Δευτέρα. Με φώναξε στο γραφείο του μετά το μάθημα. Ρώτησε αν είχα αγοράσει τα βάρη. Του απάντησα πως ναι. Μετά μου είπε κάτι που δε θα ξεχάσω ποτέ. Είπε ότι θα μου δείξει το σωστό τρόπο για να σηκώνω βάρη. Θα με έβαζε σε πρόγραμμα και θα άρχιζε να με χτυπάει στο ηλιακό πλέγμα στους διαδρόμους του σχολείου χωρίς να τον έχω δει. Τη στιγμή που θα άντεχα τη γροθιά του θα ήξερα ότι οδηγούμαι κάπου. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη για να δω σημάδια αλλαγής, ούτε έπρεπε να μιλήσω σε κανέναν στο σχολείο γι’ αυτό που κάνω. Το υποσχέθηκα. Έπρεπε να κάνω λίστα με τα βάρη που σήκωνα ώστε να παρακολουθώ την πρόοδό μου, αν τα κατάφερνα να σημειώσω πρόοδο. Ήταν να του παραδώσω τη λίστα στο διάλειμμα των Χριστουγέννων. Κανείς ποτέ δεν ήταν τόσο ενθαρρυντικός μαζί μου. Μου είπε ότι θα ήταν δύσκολο, αλλά θα μου άρεσε αν δινόμουν ολοκληρωτικά σ’ αυτό...

...Δεν έχασα ούτε μια ώρα άσκησης. Υπήρχαν φάσεις που έκανα τις ασκήσεις δύο φορές. Αμέσως παρατήρησα ότι η όρεξή μου μεγάλωσε απίστευτα. Έτρωγα το λιγότερο διπλάσιες ποσότητες από πριν. Ένιωθα λες και το φαγητό δεν ήταν ποτέ αρκετό. Όταν επισκεπτόμουν τον πατέρα μου τα Σαββατοκύριακα, αυτός με φώναζε «η ακρίδα»...

...Έφτασαν οι εξετάσεις ακριβώς πριν το διάλειμμα των Χριστουγέννων. Περπατούσα προς την τάξη και ξαφνικά πετάχτηκε από το πουθενά ο κος Pepperman και μου έριξε μια στο στήθος. Γέλασα και συνέχισα να περπατάω. Εκείνο το απόγευμα ο κος Pepperman μου είπε να φέρω το χρονοδιάγραμμα την επόμενη μέρα. Μέχρι τότε δε μου επιτρεπόταν να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη ή να μιλήσω σε οποιονδήποτε για το μυστικό μου εγχείρημα. Έφερα το χρονοδιάγραμμα και το κοίταξε και με ρώτησε αν στ’ αλήθεια είχα προχωρήσει τόσο πολύ. Του απάντησα πως ναι και πως ήμουν περήφανος για τον εαυτό μου και ότι ποτέ δεν είχα νιώσει έτσι στη ζωή μου. Είπε ότι μπορούσα πια να πάω σπίτι και να με κοιτάξω.
Πήγα σπίτι έτρεξα στο μπάνιο κι έβγαλα τη μπλούζα μου. Στην αρχή δε μπορούσα να με αναγνωρίσω. Το σώμα μου είχε αποκτήσει σχήμα. Ήταν ένα σώμα, όχι απλά αυτό το πράγμα που φιλοξενούσε ένα στομάχι και μία καρδιά. Μπορούσα να δω τρομερή διαφορά. Ήταν το πρώτο πράγμα που θυμάμαι να μου δίνει μια αίσθηση επιτυχίας. Ένιωθα και έδειχνα δυνατός. Είχα καταφέρει κάτι. Κανείς δε θα μου το έπαιρνε ποτέ. Δε θα σήκωνα άλλες μαλακίες...

...Αρχικά πίστευα ότι το Ατσάλι ήταν εχθρός μου και προσπαθούσα να σηκώσω αυτό που δεν ήθελε να σηκωθεί. Ο θρίαμβός μου ήταν να υποτάξω το Ατσάλι στη θέλησή μου, να κάνει ότι εγώ ήθελα και αυτό όχι – να κινηθεί. Τώρα βλέπω το λάθος μου. Το να μη θέλει να κουνηθεί, είναι ότι πιο ευγενικό μπορεί να κάνει για σένα. Προσπαθεί να σε βοηθήσει. Το να πετάξει και να περάσει μέσα από το ταβάνι δε θα σε βοηθούσε καθόλου. Δεν είναι ότι αντιστέκεται σε σένα, ούτε κατά διάνοια. Είναι ο τρόπος του να σου μιλήσει. Ο θρίαμβός μου είναι το να συνεργάζομαι με το Ατσάλι. Το υλικό με το οποίο συνεργάζεσαι είναι αυτό στο οποίο θα μοιάσεις. Αυτό στο οποίο εναντιώνεσαι θα είναι πάντα εναντίον σου, συμπεριλαμβανόμενου και του εαυτού σου...

...Οι άνθρωποι συνήθως σταματούν σ’ αυτό το σημείο. Ο πόνος τους συγκρατεί. Υπάρχει πόνος σε διάφορα επίπεδα. Το να αλλάζεις είναι επώδυνο. Το να κυνηγάς κάτι που δε μπορείς να αγγίξεις είναι επώδυνο. Ο πόνος δεν είναι απαραιτήτως εμπόδιο. Ο πόνος μπορεί να σε εμπνεύσει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. Όταν κάποιος έχει να κάνει με το Ατσάλι, πρέπει να είναι προσεκτικός ώστε να ερμηνεύει σωστά τον πόνο. Πρέπει να αναζητήσεις την κατάλληλη καθοδήγηση ώστε να μην τραυματίσεις τον εαυτό σου. Οι περισσότεροι τραυματισμοί από το Ατσάλι προέρχονται από το εγώ σου. Προσπάθησε να σηκώσεις αυτό για το οποίο δεν είσαι έτοιμος και το Ατσάλι θα σου δώσει ένα μάθημα αυτοπειθαρχίας κι αυτοελέγχου. Κάποτε πέρασα μια εβδομάδα προσπαθώντας να σηκώσω βάρη για τα οποία το σώμα μου δεν ήταν έτοιμο και ξόδεψα λίγους μήνες μη μπορώντας να σηκώσω τίποτα βαρύτερο από ένα πηρούνι. Το εγώ μου ήταν αυτό που με έκανε να προσπαθήσω να σηκώσω βάρη τα οποία ήταν ακόμα μερικούς μήνες μακριά.
Με τα χρόνια, συνδύασα τον διαλογισμό, τη δράση και το Ατσάλι σε μία μοναδική δύναμη. Μόνο όταν το σώμα είναι δυνατό μπορεί το μυαλό να κάνει δυνατές σκέψεις. Είναι θέμα χαρακτήρα το πώς χρησιμοποιεί κανείς αυτή τη δύναμη. Είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα μπράβο που γουστάρει να σπάει στο ξύλο ανθρώπους και τον κο Pepperman και τη δύναμη που μου χάρισε.
Η δύναμη που απέκτησα μέσω των συνδυασμένων προσπαθειών που περιέγραψα παραπάνω είναι μια Σχέση του Ενός. Το μυαλό και το σώμα δυναμώνουν και αναπτύσσονται ως ένα. Βγες έξω και δες και μόνος σου. Ο δυνατότερος αριθμός είναι το Ένα. Να στοχεύεις στο Ένα και θα κατανοήσεις τη δύναμη και την ισορροπία...

...Ανακάλυψα ότι το Ατσάλι είναι σπουδαίο φάρμακο για τη μοναξιά. Η μοναξιά είναι μια επιθυμία γι’ αυτό που δεν είναι εκεί μαζί σου. Μπορείς να νιώσεις μοναξιά για άπειρα πράγματα – ανθρώπους, συναισθήματα – οτιδήποτε δημιουργεί ένα κενό στη ζωή σου με την απουσία του. Μερικές φορές η μοναξιά σου δε συνδέεται με κάτι. Απλά νιώθεις ολοκληρωτικά μόνος. Το Ατσάλι μπορεί να σε βοηθήσει να το ξεπεράσεις όταν όλα τ’ άλλα θα έχουν αποτύχει. Θα διαπιστώσεις πως Εσύ ήσουν αυτός που τα κατάφερε. Η μοναξιά είναι ενέργεια, δυνατή σαν το διάβολο. Άνθρωποι αυτοκτονούν εξαιτίας της. Σέρνονται μεθυσμένοι στα πατώματα. Βλάπτουν τους εαυτούς τους με κάθε τρόπο πολεμώντας τη μοναξιά. Η μοναξιά είναι πραγματική. Η ενέργεια είναι πραγματική. Δε βλέπω σε τι ωφελεί το να βλάπτεις τον εαυτό σου προσπαθώντας να νιώσεις καλύτερα. Αν κάποιος μπορεί να καταναλώσει όλη αυτή την πραγματική ενέργεια για να βλάψει τον εαυτό του, μήπως είναι δυνατό να την μετατρέψει σε κάτι θετικό για να νικήσει τη μοναξιά;...

...Το Ατσάλι θα σου δίνει πάντα τρομερή ώθηση. Ασκήσου σωστά και υπομονετικά, διατήρησε μια καλή διατροφή και δε θα πάψεις να δυναμώνεις. Αν σταματήσεις να ασκείσαι για λίγο καιρό η μυική δύναμη αρχίζει να χάνεται. Παίρνεις ανάλογα με αυτό που δίνεις. Μαθαίνεις τη διαδικασία του να γίνεσαι.
Η ζωή είναι ικανή να σε τρελάνει. Έτσι που πάνε τα πράγματα, είναι σχεδόν θαύμα το να μην έχεις τρελαθεί. Οι άνθρωποι έχουν χωριστεί από τα σώματά τους. Τους βλέπω να κινούνται από τα γραφεία τους προς τα αυτοκίνητά τους και μετά προς τα σπίτια τους. Είναι μονίμως αγχωμένοι. Χάνουν τον ύπνο τους. Τα εγώ τους έχουν εξαγριωθεί. Κινητοποιούνται από αυτό που τελικά τους οδηγεί να πάθουν εγκεφαλικό. Δε χρειάζεται να τα χάσεις. Πραγματικά δε χρειάζεται. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να φρικάρεις στη δουλειά, στο σχολείο, οπουδήποτε. Κανένας λόγος για κρίση μέσης ηλικίας. Χρειάζεσαι ατσαλένιο μυαλό.
Το Ατσάλι είναι πάντα εκεί για σένα. Οι φίλοι σου έρχονται και παρέρχονται. Κάποιος που νόμιζες πως γνωρίζεις μπορεί να γίνει κάποιος που δεν αντέχεις πια, μέσα σε μια στιγμή. Οι μόδες έρχονται και παρέρχονται όπως σχεδόν όλα τα πράγματα. Αλλά το Ατσάλι παραμένει Ατσάλι. Ενενήντα κιλά είναι Ενενήντα κιλά. Το Ατσάλι είναι το σημείο αναφοράς, ο οδηγός που γνωρίζει τα πάντα, είναι πάντα εκεί όπως ένας φάρος στο απόλυτο σκοτάδι. Στο Ατσάλι βρήκα τον καλύτερό μου φίλο. Ποτέ δε φρικάρει μαζί μου, ποτέ δε με εγκαταλείπει, ποτέ δε λέει ψέματα.

5.Σχετικά με την πομακική μειονότητα της Δυτικής Θράκης

Η πομακική μειονότητα της Δυτικής Θράκης αποτελεί πολλές φορές θέμα συζήτησης, παρ όλα αυτά οι πληροφορίες και οι γνώσεις σχετικά με αυτήν είναι τις περισσότερες φορές συγκεχυμένες, ελλιπείς ή λανθασμένες, ακόμη και για τον υπόλοιπο πληθυσμό της περιοχής. Το παρόν άρθρο φυσικά δεν έχει καμία αξίωση να δώσει τη μια και μοναδική αλήθεια σχετικά με το ζήτημα, αλλά να καταδείξει κάποιες πλευρές των προβλημάτων και τις αιτίες τους, καθώς και το να προσπαθήσει να θέσει μια διαφορετική οπτική από αυτές που αποτελούν το πιο συχνό παράδειγμα αντιμετώπισής του, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα.
Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, επίσημα αναγνωρισμένη από το ελληνικό κράτος, αποτελείται από τρεις ομάδες: τους Πομάκους, τους μουσουλμάνους αθίγγανους και τους “τουρκογενείς” πληθυσμούς, όπως αυτοί αναφέρονται συνήθως στην ελληνική βιβλιογραφία. Οι τελευταίοι, σύμφωνα με αυτήν, είναι απόγονοι των τουρκικών φύλων που από την περίοδο κατάκτησης της Θράκης ζουν σε αυτήν και έχουν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922.
Οι Πομάκοι, κάτοικοι της οροσειράς της Ροδόπης, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Βουλγαρία, διεκδικούνται ως εθνική μειονότητα από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία, στα πλαίσια ενός εθνικισμού, του οποίου οι ρίζες, οι ιδιαιτερότητες και οι εκφάνσεις του στη βαλκανική χερσόνησο είναι λίγο πολύ γνωστές ή αντιληπτές. Κάθε πλευρά λοιπόν, διεκδικεί τη συγκεκριμένη μειονότητα, προβάλλοντας τα επιχειρήματά της.
Τα επιχειρήματα του ελληνικού κράτους υποστηρίζουν με ιστορικά, γλωσσολογικά και βιολογικά κριτήρια την ελληνικότητα του συγκεκριμένου πληθυσμού. Υποστηρίζεται πως οι Πομάκοι είναι απόγονοι των αρχαίων θρακικών φύλων, συνεπώς γηγενής πληθυσμός, ο οποίος προϋπήρχε της εμφάνισης των Σλάβων και των Τούρκων στην περιοχή για πολλούς αιώνες. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται πως αποτελούν απογόνους του φύλου των Αγριάνων, οι οποίοι αναφέρονται συχνά από τον Αρριανό. Αρχαιολογικά ευρήματα, τοπωνύμια, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον αυτοαποκαλούνται (Αχριάν), στηρίζουν αυτήν την άποψη. Η μεταστροφή τους προς το σιιτικό Ισλάμ αποδίδεται σε βίαιο εξισλαμισμό, ο οποίος πραγματοποιήθηκε μετά από πιέσεις, εκβιασμούς και λεηλασίες από τον Köprülü Mehmet Pasa, το 1656. Σύμφωνα με μαρτυρία του μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Γαβριήλ (1636-1672) , οι πρόκριτοι των Πομάκων εμφανίζονται να υποκύπτουν ζητώντας τον εξισλαμισμό τους, έτσι ώστε να αποτραπούν περαιτέρω λεηλασίες. Η μαζικότητα της διαδικασίας, η οποία έλαβε χώρα στη Φιλιππούπολη, υποτίθεται μάλιστα πως καταδεικνύεται από τη διάρκειά της, η οποία έφτασε τα τέσσερα χρόνια.
Έθιμα και συνήθειες, όπως το να σταύρωμα στις πίτες καθώς και των μωρών στην κούνια, είναι για την ελληνική βιβλιογραφία σταθερά παραδείγματα για την απόδειξη της ελληνικότητας των Πομάκων, ως κρυπτοχριστιανικές συνήθειες.
Η πομακική γλώσσα, αποτελούμενη από ελληνικά, τουρκικά και σλαβικά στοιχεία αποτελεί ένα ακόμη πεδίο μάχης για τη διεκδίκηση των Πομάκων ως εθνική μειονότητα και από τις τρεις πλευρές. Η ελληνική πλευρά χρησιμοποιεί ως σημείο στήριξης τις ελληνικές λέξεις, οι οποίες είναι κυρίως ρήματα και κάποια ουσιαστικά. γραπτή μορφή της γλώσσας δεν υπήρχε μέχρι και την προηγούμενη δεκαετία, οπότε και άρχισαν να χρησιμοποιούνται γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, αυτούσια αλλά και τροποποιημένα, για την κάλυψη των φωνητικών αναγκών. Την ίδια περίοδο εκδίδεται και η πρώτη γραμματική της πομακικής γλώσσας, με συμμετοχή μάλιστα του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Μια ακόμη κίνηση της ελληνικής πλευράς είναι η βιολογική προσέγγιση του θέματος για το φυλετικό καθορισμό του πομακικού πληθυσμού. Έρευνα της ιατρικής σχολής του Α.Π.Θ. (1971), υποστηρίζει πως μετά από διενέργεια εξετάσεων, δεν υπάρχει αιματολογική συγγένεια με τους βουλγαρικούς και τουρκικούς πληθυσμούς, ενώ για δυο από τα χωριά του δείγματος υπάρχει αιματολογική συγγένεια με τον ελληνικό πληθυσμό σε ποσοστό 50-70%. Ένα από τα συμπεράσματα της έρευνας είναι επίσης πως οι Πομάκοι υπήρξαν για μεγάλη χρονική περίοδο απομονωμένοι στις ορεινές περιοχές και πως είχαν ελάχιστη επιρροή από μογγολικά στοιχεία. Υποστηρίζεται επίσης πως η εξωτερική εμφάνιση των Πομάκων (ξανθά μαλλιά, γαλανά μάτια) καταδεικνύει και τη σχέση συγγένειας με τους αρχαίους θρακικούς πληθυσμούς.
Περνώντας στις απόψεις της τουρκικής πλευράς, αυτή υποστηρίζει πως οι Πομάκοι είναι απόγονοι των Κουμάνων και άλλων τουρκικών φύλων που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη τον 11ο αιώνα και αφομοιώθηκαν από τους Οθωμανούς, με την εμφάνισή τους στην περιοχή το 1360-1361. Μια άλλη άποψη της τουρκικής πλευράς θέλει τους Πομάκους απογόνους των Τσεπνίδων, εκπροσώπων των Χουρρεμίδων, φυλής που μετά από αποτυχημένη θρησκευτική επανάσταση στο Ιράν τον 9ο αιώνα κατέληξαν στην περιοχή της Θράκης, όπου διατήρησαν τη θρησκεία τους, απώλεσαν όμως τη γλώσσα τους και άρχισαν να μιλούν σλαβικά, λόγω της επιρροής των σλαβικών πληθυσμών, μέχρι την ενσωμάτωσή τους από τους Οθωμανούς, στη χρονολογία που προαναφέρθηκε.
Γλωσσικά, υποστηρίζεται πως τα πομακικά είναι γλώσσα υπό διαμόρφωση, προερχόμενη από τουρκική διάλεκτο της Ανατολίας, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τα ελληνικά, ενώ υπάρχει επιρροή από τα σλαβικά. Αμφισβητείται επίσης η ύπαρξη αρχαιολογικών ευρημάτων που αποδεικνύουν οποιαδήποτε σχέση με ελληνικούς πληθυσμούς.
Το βουλγαρικό κράτος από την πλευρά του, υποστηρίζει πως οι Πομάκοι αποτελούν σλαβικό πληθυσμό, εξισλαμισμένο βίαια, σύμφωνα με τη διαδικασία που προαναφέρθηκε. Η ύπαρξη σλαβικών πληθυσμών στο βαλκανικό χώρο είναι εξακριβωμένη από τον 6ο αιώνα, οπότε και εμφανίζονται στην περιοχή ιδρύοντας νησίδες εποίκων στα εδάφη της τότε βυζαντινής αυτοκρατορίας. Γλωσσικά δίνεται βάση στη συγγένεια της πομακικής γλώσσας με τα σλαβικά.


Και μια κριτική στις προηγούμενες απόψεις.

Σε μια βαλκανική χερσόνησο η οποία αντιμετωπίζει την ύπαρξη ενός έντονου, όψιμου και πολλές φορές με στοιχεία αλυτρωτισμού εθνικισμού, είναι φυσικό πως μια μειονότητα όπως η πομακική, η οποία μάλιστα κατοικεί στα σύνορα τριών κρατών, θα αποτελεί σημείο τριβής και αντικείμενο διεκδίκησης από όλες τις πλευρές. Ποια ήταν λοιπόν η αντιμετώπισή της και από τις τρεις πλευρές; Ας ξεκινήσουμε αντίστροφα από την προηγούμενη παράθεση, δηλαδή πρώτα με τη στάση της Βουλγαρίας και της Τουρκίας.
ομακικό πληθυσμό, προσπαθώντας να τον εκχριστιανίσει, με το γνωστό δόγμα πως εφ’ όσον θα ανήκαν δογματικά στη βουλγαρική Εξαρχία θα ανήκαν και εθνικά στη Βουλγαρία. Η ύπαρξη μιας τέτοιας βουλγαρικής μειονότητας θα έδινε και ένα διαπραγματευτικό χαρτί για την έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια του 2ου Βαλκανικού όσο και του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, λόγω της συμμαχίας μεταξύ Τουρκίας και Βουλγαρίας, η συγκεκριμένη καταπίεση σταματά, για να αρχίσει εκ νέου το 1941, με την κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης από το βουλγαρικό στρατό. Το 1944, οπότε και υπάρχει η άνοδος του ΚΚΒ στην εξουσία, μέχρι και το 1953, η αντιμετώπιση του πομακικού πληθυσμού που κατοικεί εντός των βουλγαρικών συνόρων είναι υποδειγματική, ενώ αργότερα ακολουθεί μια πολιτική που σαν στόχο έχει την απόσπασή του από τη μουσουλμανική θρησκεία και την αφομοίωσή του. Συγκεκριμένα απαγορεύεται όσο είναι δυνατό η περιτομή, ενώ γίνονται νομοθετημένα κινήσεις για την αλλαγή των ονομάτων σε βουλγαρικά, με την αλλαγή της ταυτότητας ανά τρία χρόνια, οπότε μετά την παρέλευσή τους το όνομα παρέμενε ίδιο, οι πιθανότητες για εύρεση εργασίας ήταν περιορισμένες. Το αρνητικό κλίμα εντείνονταν από απειλές, αλλά και φυσική βία.
Το τουρκικό κράτος χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί έντονη προπαγάνδα για τη δημιουργία τουρκικής συνείδησης στον πομακικό πληθυσμό. Με έντυπο υλικό αλλά και τη φυσική παρουσία Τούρκων αξιωματούχων προσπαθεί να επιτύχει το συγκεκριμένο σκοπό και έχει σημειώσει μέχρι αυτή τη στιγμή επιτυχία. Η πομακική γλώσσα σταδιακά εγκαταλείπεται και τη θέση της παίρνει η τουρκική, ενώ πολλοί Πομάκοι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως τουρκική μειονότητα. Πώς όμως έβρισκε και βρίσκει πρόσφορο έδαφος αυτή η προπαγάνδα;
Το ελληνικό κράτος, όσο πειστικά και αν προτάσσει τα επιχειρήματά του για την ελληνικότητα των Πομάκων καθώς και όσο έντονα και αν καταγγέλλει την ύπαρξη της προπαγάνδας, δε δικαιολογεί τη δική του συμπεριφορά απέναντι σε αυτούς. Αν και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη των σκληρών μέτρων ενάντια στο συγκεκριμένο πληθυσμό, η έλλειψη αναφοράς σε αυτά τόσο από το κράτος όσο και από τη βιβλιογραφία, δημιουργεί το ίδιο αποτέλεσμα, εφ’ όσον υπάρχει άγνοια σχετικά με το ζήτημα.
Οι Πομάκοι, αναγνωρισμένοι ως μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες, φορολογούμενοι και στρατευόμενοι κανονικά ως τέτοιοι, δεν είχαν μέχρι την προηγούμενη δεκαετία το δικαίωμα να χτίζουν σπίτια ή να επισκευάζουν τα ήδη υπάρχοντα. Υπήρχε περιορισμός στην έκταση της γης που μπορούσε περιέλθει στην κατοχή τους, ενώ κατά τη διάρκεια της επταετίας 1967-1975 γινόταν συστηματικές προσπάθειες για τη δέσμευσή της και αναδιανομή της σε χριστιανούς, με νόμους της προηγούμενης, μεταξικής δικτατορίας, μέσω επιτροπών αποτελούμενων από πολιτικούς, στρατιωτικούς και αστυνομικούς. Στόχος της κίνησης η αστικοποίηση των πομακικών πληθυσμών, αφού με αυτόν τον τρόπο θα επιτυγχάνονταν η εξουδετέρωσή τους ως μειονότητα και η αφομοίωσή τους. Μάλιστα τα σχετικά έγγραφα έχουν πρόσφατα αποσυρθεί επ’ αόριστον από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Καβάλα, όπου φυλάσσονταν. Η προηγούμενη πολιτική συνεχίστηκε και μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, όταν η “αλλαγή πολιτικής” απέναντι στο ζήτημα της πομακικής μειονότητας προέβλεπε σε έγγραφο των Μητσοτάκη, Παπανδρέου και Φλωράκη “τη συνεπή εφαρμογή της πολιτικής εξαγοράς μουσουλμανικών αγροτικών γαιών και ενθάρρυνσιν αστικοποιήσεως της μειονότητος.”
Επίσης για την είσοδο και την έξοδο από την περιοχή της ορεινής Ροδόπης που κατοικείται από τους Πομάκους απαιτούνταν έγγραφα, αφού στην περιοχή υπήρχε ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία, με σημεία ελέγχου.
Αν η ελληνικότητα των Πομάκων είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη με αδιάσειστα στοιχεία, προς τι η εχθρότητα; Και γιατί ισχύει το ίδιο και για τις άλλες πλευρές; Μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση ενός πληθυσμού ο οποίος λόγω των ιστορικών συνθηκών έμεινε απομονωμένος σε μεγάλο βαθμό στις ορεινές περιοχές όπου κατοικεί, έτσι ώστε να διατηρήσει το χαρακτήρα του, παρ’ όλα αυτά με όλες εκείνες τις διαπολιτισμικές επαφές που είναι φυσιολογικό να υπάρχουν σε ένα χώρο όπου τόσοι διαφορετικοί πληθυσμοί συνυπήρξαν για αιώνες, ιδιαίτερα στα πλαίσια πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Και αυτό φυσικό θα ήταν να επέφερε και αλλαγές στη γλώσσα, τη θρησκεία και άλλους τομείς. Σε κανένα ελληνικό σχολικό εγχειρίδιο δεν αναφέρεται η ύπαρξη πληθυσμών της βυζαντινής αυτοκρατορίας που ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές, κάτω από την επίδραση των Σλάβων μιλούσαν μόνο σλαβικά, ή το ότι ο εξισλαμισμός δεν ήταν με κάθε βεβαιότητα βίαιος, καθώς συνοδευόταν από προνόμια. Όταν τα αρχαία θρακικά φύλα θεωρούνται ελληνικά και η βυζαντινή αυτοκρατορία φυσική συνέχεια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ποια αποδοχή μπορεί να έχει σήμερα στη μετά(;) “Ελλήνων Χριστιανών” Ελλάδα το επιχείρημα ότι ο συγκεκριμένος πληθυσμός είναι ένα παράδειγμα που δε χωράει στα καλούπια των εθνικών μύθων;
Και κατά πόσο μπορεί να γίνει αποδεκτή αυτή η άποψη σε όλες τις πλευρές που διεκδικούν το συγκεκριμένο πληθυσμό, όταν θρησκεία, πατριωτισμός και εθνική καθαρότητα αποτελούν έννοιες που έστω και υποσυνείδητα είναι απαραβίαστες, σε ένα γεωγραφικό χώρο που έχει διαχωριστεί σε κράτη με το χάρακα πάνω στο χάρτη; Όταν η -όποια- ομοιογένεια, βασισμένη στη γλώσσα και τη θρησκεία έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε μετακινήσεις πληθυσμών, μπορεί ένας πληθυσμός ο οποίος αποτελεί μειονότητα να έχει το δικαίωμα να συνεχίσει να υπάρχει έξω από τα πλαίσια που επιβάλλονται από την πολιτική οποιουδήποτε κράτους και πραγματικά να κερδίσει την αυτοδιάθεσή του, χωρίς να εξαρτάται από κανέναν εθνικισμό;

6.ποτε σας δεν υπηρξατε γεροπροβατα του παπα
τωρα μολις υπαρχετε γιατι μολις υπαρχει ο παζολινι

μέρος δεύτερο
συνέχεια απο το προηγούμενο τεύχος

Η φάση αυτή του Παζολίνι ξεκινάει με τον βασιλιά Οιδίποδα (1967), ταινία που γυρίζει για να αφηγηθεί, όπως λέει, την ιστορία του δικού του οιδιπόδειου συμπλέγματος, συνεχίζεται με τις δύο πιο νοηματικά φορτισμένες και δυσπρόσιτες ταινίες του, το Θεώρημα (1968) και το Χοιροστάσιο (1969) και κλείνει με την Μήδεια (1969). Είναι μία φάση κατά την οποία καταπιάνεται με συμβολικά θέματα και στην οποία είναι παρόντες και ορατοί περισσότερο από ποτέ οι κύριοι παζολινικοί άξονες, ο Μαρξισμός, ο ιδιότυπος Χριστιανικός ουμανισμός του και τέλος η ψυχανάλυση.
Ε
ιδικότερα το θεώρημα είναι μία ταινία κλειδί για μια ουσιαστικότερη γνωριμία με το παζολινικό Σύμπαν. Μία χαρακτηριστικά δύσκολη ταινία καθότι η βασική σκοπιά του δημιουργού είναι η ψυχαναλυτική. Φαινομενικά η ιστορία είναι εξαιρετικά απλή. Στο σύμπαν μίας μεγαλοαστικής ιταλικής οικογένειας εμφανίζεται ένας παράξενος επισκέπτης ο οποίος εκπέμπει έναν πρωτόγνωρο ερωτισμό και παρασέρνει όλα τα μέλη της μικρής αυτής ‘‘κοινωνίας’’ να παραδοθούν στην μυστηριώδη γοητεία του, διαταράσσοντας τη σύμβαση μιας ισορροπημένης συμβίωσης και οδηγώντας τα σε πρωτόγνωρες πράξεις.
«είναι ο θεός ο τρομερός θεός της δημιουργίας. Είναι ο Ιεχωβά. Το ιερό είναι αληθινό, είναι η μόνη ουσιαστική πραγματικότητα. Στη βάση όλων των έργων μου υπάρχουν ανθρώπινα όντα που έχουν άρρηκτη σχέση με το ιερό, που η αστική καπιταλιστική κοινωνία κάνει το παν για να το καταστείλει, αλλά αυτό ξεπροβάλλει πάντα, ορμητικά’
Το μέσο που χρησιμοποιεί ο Παζολίνι για να αναδείξει αυτή την ιερότητα και να τη μεταφέρει από το πρόσωπο και το υποσυνείδητό στο οικογενειακό – κοινωνικό περιβάλλον, είναι ο ερωτισμός ο οποίος εκφράζεται με τη σεξουαλική πράξη. Άλλωστε η γλώσσα είναι πολύ φτωχή για να εκφράσει όσα ήθελε ο σκηνοθέτης.
‘‘έπρεπε να βρω ένα σύστημα σημείων μη γλωσσικών. Πήρα το σημειολογικό σύστημα του σεξ που λειτουργεί σαν διάλεκτος ».

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ...
«Στο τέλος της δεκαετίας του 60 η Ιταλία πέρασε στην εποχή της κατανάλωσης και της υποκουλτούρας, χάνοντας έτσι κάθε πραγματικότητα· μία πραγματικότητα που δεν επέζησε παρά μόνο στα σώματα και συγκεκριμένα στα σώματα των φτωχών τάξεων.»(...)

«Φυσικά, πέρα από αυτόν τον βαθύ λόγο που ανέφερα, κι άλλοι λόγοι συνέβαλαν στο να επιλέξω την φυσική πραγματικότητα του λαού σαν πρωταγωνιστή των τελευταίων ταινιών μου. Οι σεξουαλικές σχέσεις είναι για μένα αφ΄εαυτών πηγή έμπνευσης, ακριβώς επειδή βλέπω σε αυτές μιαν ασύγκριτη γοητεία και επειδή η σπουδαιότητα τους μέσα στη ζωή μου φαίνεται τόσο μεγάλη και απόλυτη, που αξίζει τον κόπο να τους αφιερώσει κανείς πολύ περισσότερα πράγματα από μία ταινία. Άλλωστε αυτό το εξομολογείται κι ο τελευταίος μου κινηματογράφος.
Παιδί των σκέψεων αυτών είναι η περιβόητη τριλογία της ζωής που αποτελείται από το δεκαήμερο, τις ιστορίες του καντέρμπουρι και τις 1001 νύχτες. Και οι τρεις ταινίες εκπέμπουν μια τρομερή δύναμη, μια ελευθερία που πηγάζει από την παρουσία του ερωτικού στοιχείου έτσι όπως ποτέ άλλοτε δεν παρουσιάστηκε στο σινεμά. Είναι ένας ύμνος στον φυσικό, τον ελεύθερο, τον αφελή, τον πρωτόγονα ανθρώπινο έρωτα. Πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι, άντρες γυναίκες, που είναι τα σώματα τους και γνωρίζουν τους άλλους και γνωρίζουν τα σώματα τους. Δεν έχει ξαναϋπάρξει άλλος ύμνος στην ελευθερία του κορμιού τέτοιος, τόσο μαγικά ονειρικός, τόσο οριστικά αληθινός, πιο περιπετειώδης, πιο όμορφος. Δεν έχει ξανασκύψει ποτέ σκηνοθέτης με τόση αγάπη πάνω από τα κορμιά των ηθοποιών του για να διηγηθούν ιστορίες με τόση δύναμη και τόσο απελπισμένη αγάπη για την ελευθερία.
Ο Παζολίνι πήρε την ψυχή του και την παραδίδει στο σελιλόιντ. Δε διστάζει και εξομολογείται.
“Ας μην κρυβόμαστε. Κι επειδή κάθε εξομολόγηση είναι και πρόκληση, αυτός ο κινηματογράφος μου είναι πρόκληση, πρόκληση σε πολλά μέτωπα. Πρόκληση απέναντι στο μικροαστικό και ορθολογιστικό κοινό (που, άλλωστε δεν αφέθηκε καθόλου να προκληθεί, κι αναγνώρισε τελικά στον κινηματογράφο μιαν από τις πραγματικότητές του: φυσική για το λαϊκό κοινό, απελευθερωτική για μια μερίδα του αστικού κοινού)· πρόκληση απέναντι στους κριτικούς, οι οποίοι, αφαιρώντας από τις ταινίες μου το σεξ, τους άλλαξαν το περιεχόμενο και επομένως τις βρήκαν άδειες, γιατί δεν καταλάβαιναν ότι εκεί μέσα ήταν η ιδεολογία –και πως!- κι ότι βρισκόταν ακριβώς εκεί, στο τεράστιο πέος πάνω στην οθόνη, πάνω από τα κεφάλια τους που δεν ήθελαν να καταλάβουν· πρόκληση απέναντι στην αριστερίστικη ηθικολογία, όπου οι αγνές κοπέλες αγανάκτησαν και σκανδαλίστηκαν, ακριβώς όπως οι παραδοσιακές αγνές κοπέλες· η potere operaio (εργατική δύναμη) χρησιμοποίησε την ίδια γλώσσα –και μάλιστα τις ίδιες λέξεις με τους εισαγγελείς»
Η πραγματικότητα όμως έμελλε να πληγώσει θανάσιμα αυτή την φορά το παζολινικό όνειρο. Η χρονική συγκυρία της εμφάνισης της τριλογίας ήταν οριακή. Το τέλος της δεκαετίας του 60 σημαδεύτηκε από αυτό που ονομάστηκε σεξουαλική απελευθέρωση, μια αντιερωτική ελευθερία επιβεβλημένη από τα πάνω, που φετιχοποίησε το ανθρώπινο κορμί, που εμπορεύτηκε και επέβαλε τον έρωτα και που έμελλε να διχάσει μια για πάντα την ανθρώπινη ύπαρξη. Όλα αυτά για τα οποία αγωνιζόταν ο Παζολίνι έγιναν ένα τίποτα. Οι λέξεις βρήκαν άλλα νοήματα, τα κορμιά πωλούνταν, ο έρωτας αγοραζόταν, η πραγματικότητα είχε ανατραπεί οριστικά. Ο ακτιβισμός του Παζολίνι είχε χάσει, κάτι που φάνηκε να αποδέχεται και ο ίδιος, οδηγούμενος έτσι στην απάρνηση της τριλογίας.

H συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή, το 1975 ο Παζολίνι δημιουργεί το πιο γνωστό και αμφιλεγόμενο έργο Σαλο,ή οι 120 μέρες στα Σόδομα, όπου μεταφέρει την πλοκή του πασίγνωστου μυθιστορήματος του ντε Σάντ στην βραχύβια δημοκρατία του Σαλό που εγκαθίδρυσαν οι Φασίστες για 120 ημέρες μετά την ήττα τους στον πόλεμο. Οι αντιδράσεις για την ταινία ήταν για άλλη μια φορά σφοδρές και από διάφορες κατευθύνσεις. Ο Παζολίνι συνέχιζε να προκαλεί και να κερδίζει καινούριους εχθρούς, η πορεία του όμως θα διακοπτόταν απότομα λίγο μετά στην περιοχή της Όστια, έξω από την Ρώμη όπου θα βρεθεί δολοφονημένος την πρώτη του Νοέμβρη του 1976.



This page is powered by Blogger. Isn't yours?